Ο Γερμανός ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ, είναι πολύ γνωστός στο ελληνικό κοινό (ειδικώς αυτό της μετριοπαθούς αριστεράς, όχι της ακραίας…), καθότι έχει ασχοληθεί με την ελληνική ιστορία κατά τον Β΄Π.Π. και την έχει καταγράψει (υπό την δική του οπτική γωνία…) σε βιβλία, όπως το «Στέμμα και σβάστικα», «Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944» κ.α. Επίσης, είναι καθηγητής Νεώτερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και από το 1977 διαμένει στην Ελλάδα, ενώ το 1985 έλαβε και την ελληνική υπηκοότητα. ...
Ο καθηγητής, λοιπόν, έδωσε συνέντευξη στην «Αυγή της Κυριακής», όπου αφού συνέκρινε την τωρινή περίοδο με την αντίστοιχη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και έδωσε στο κίνημά μας τους γνωστούς χαρακτηρισμούς («νεοναζιστικό» κ.τ.λ.), αναφέρθηκε στο περιβόητο κατοχικό δάνειο, το οποίο ακόμα οφείλει η Γερμανία στην Ελλάδα, αρνούμενη να το καταβάλει.
Παραθέτουμε, λοιπόν, αυτούσια την άποψη του Γερμανού ιστορικού για το θέμα, χωρίς δικά μας σχόλια και τα συμπεράσματα δικά σας:
* Τελευταία έχει επανέλθει στη δημόσια συζήτηση το θέμα του κατοχικού δανείου και της ενδεχόμενης διεκδίκησής του. Πιστεύετε πως αποτελεί μια ξεχωριστή υπόθεση, ανεξάρτητα από το ζήτημα των επανορθώσεων, αποζημιώσεων κ.λπ.;
Δεν συμφωνούν όλοι σε αυτό. Το 1998, στο προκαταρκτικό στάδιο της διεθνούς διάσκεψης της Ουάσιγκτον για τις εκκρεμότητες της «περιόδου του Ολοκαυτώματος», συμμετέχοντας ως ιστορικός σύμβουλος στην ελληνική αντιπροσωπεία, πρότεινα να εντάξουμε το ζήτημα του κατοχικού δανείου σε αυτές. Όμως, παράγοντες του υπουργείου Εξωτερικών αρχικά επέμεναν να συμπεριληφθεί στις επανορθώσεις, γιατί δήθεν ενισχύει τις θέσεις της Ελλάδας. Εγώ τους είπα ότι έτσι απλώς αυξάνεται το ποσό και κάνει πιο πιθανή την άρνηση της γερμανικής πλευράς.
Η ελληνική θέση, έτσι όπως παρουσιάζεται σε συζητήσεις που είχα με τους περισσότερους «αρμόδιους» αξιωματούχους μετά το 1990, ήταν ότι δεν παραιτούμαστε από τις απαιτήσεις μας, αλλά «προς το παρόν» δεν είναι ώρα να θέσουμε το θέμα. Περιμένουμε μια «πιο ευνοϊκή στιγμή», που όμως δεν έρχεται ποτέ. Πάντως το μεγάλο πλεονέκτημα της Ελλάδας στο ζήτημα του κατοχικού δανείου είναι ότι δεν δημιουργεί προηγούμενο για άλλες χώρες, κάτι που φοβούνται ιδιαίτερα οι Γερμανοί.
Οι Ναζί αναγνώριζαν το δάνειο, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις δεν το συζητούν...
* Έχει ισχυρά επιχειρήματα η ελληνική πλευρά σε αυτό το ζήτημα;
Ένα πλεονέκτημα είναι ότι το ναζιστικό καθεστώς αναγνώρισε αυτό το δάνειο εγγράφως. Το ποσό του δανείου δεν μπορεί να υπολογιστεί εύκολα, γιατί υπήρχαν αλλεπάλληλες αναλήψεις επί τρία χρόνια σε συνθήκες καλπάζοντος πληθωρισμού. Όμως όταν παρουσιαζόταν κάποιο υπόλοιπο, επιστρεφόταν στον λογαριασμό, κάτι που αποτελεί έμπρακτη αναγνώριση του δανειακού χαρακτήρα της σύμβασης. Άλλωστε, μια ομάδα εμπειρογνωμόνων από την Τράπεζα του Ράιχ, τα υπουργεία Οικονομικών και Εξωτερικών και το οικονομικό επιτελείο της άλλοτε γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα επί δύο - τρεις μήνες προσπαθούν με διάφορους τρόπους (με βάση την τιμή του ελαιολάδου ή της χρυσής λίρας κ.ά.) να υπολογίσουν «το υπόλοιπο χρέος του γερμανικού Ράιχ απέναντι στην Ελλάδα, για μελλοντική χρήση». Γιατί άραγε να έκαναν τόσο κόπο, τη στιγμή που οι Ρώσοι πλησίαζαν στο Βερολίνο, αν δεν αναγνώριζαν την οφειλή;
Οι Ναζί λοιπόν την αναγνώριζαν, ενώ οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, ιδιαίτερα μετά την ενοποίηση, δεν δέχονται καν να το συζητήσουν και να διαπραγματευτούν έστω κάποια ανταποδοτικά μέτρα. Όταν λοιπόν η άρνηση είναι τόσο ισχυρή, είναι σημαντική η κινητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης. Το διαιτητικό δικαστήριο του Κόμπλεντς, που επιδίκασε το 1974 (δηλαδή μετά την πάροδο εξηντακονταετίας!) αποζημιώσεις 47 εκατ. μάρκων στην Ελλάδα για την περίοδο του Α' Παγκοσμίου πολέμου, υπάρχει ακόμη και μπορεί να ενεργοποιηθεί, αρκεί να γίνει κάποια κίνηση από την επίσημη ελληνική πλευρά.
Αντίοχος