Γράφει ο Μάκης Τουμάσης
«Γεννήτορες» της ιδέας του πόθεν έσχες ήσαν δυο βουλευτές, ο Μεσσήνιος Φώτης Μοσχούλας και ο Κρητικός Ρούσος Κούνδουρος. Ο Φώτης Μοσχούλας υποβάλλοντας στη Βουλή την 2α Δεκεμβρίου 1927 πρόταση για τη θέσπιση νόμου περί του «Πόθεν έσχες» των δημόσιων λειτουργών τόνιζε: «Δυστυχώς Κύριοι, δεν ελήφθη ακόμη πρόνοια περί καθαρμού και κολασμού όλων των ασεβησάντων κατά της ιδέας του κράτους και κατά του δημοσίου χρήματος. ...
Τον καθαρμόν και τον κολασμόν τούτων έχει ως σκοπόν η πρότασίς μου περί του πόθεν έσχες». Ο Ρούσος Κούνδουρος, βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων, παίρνοντας στη συνέχεια το λόγο δήλωσε ότι συνεργάστηκε με τον Φ. Μοσχούλα στην κατάρτιση της πρότασης για το «πόθεν έσχες», γιατί πίστευε ότι ο νόμος αυτός ψηφίστηκε ήδη στην κοινή συνείδηση και ότι από αυτόν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η μελλοντική εξέλιξη της Ελλάδας. Μάλιστα, υποστήριξε ότι θα έπρεπε να εξεταστεί η περιουσιακή κατάσταση όλων αυτών που πολιτεύτηκαν και ανέλαβαν λειτουργήματα στην Ελλάδα από το 1914 και εξής (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 3ης Δεκεμβρίου 1927). Τελικά όμως, όλοι οι βουλευτές, αποδοκίμασαν τη πρόταση και έτσι απορρίφθηκε με διακομματική πλειοψηφία !...Στη συνέχεια η κυβέρνηση Βενιζέλου (1928 – 1932) υποσχέθηκε υποδυόμενη την ευαίσθητη στις λαικές ανάγκες που η Μικρασιατική καταστροφή είχε πολλαπλασιάσει και οξύνει πως θα καθιερώσει νόμο ελέγχου της περιουσίας των πολιτικών αλλά το ανέφερε μονάχα σαν μια προεκλογική μεγαλοστομία που κι αυτή ουδέποτε υλοποιήθηκε. Έτσι εδραιώθηκε από τότε στην ελληνική κοινωνία η πεποίθηση πως τελικά οι πολιτικοί πλούτιζαν με αθέμιτα μέσα και εύλογα τάσσοντο κατά του «πόθεν έσχες» και κοροιδεύουν τον κοσμάκη με φρούδες υποσχέσεις.
Το 1960 ΤΡΙΑΝΤΑΤΡΙΑ χρόνια μετά τη πρώτη απόπειρα ελέγχου του τρόπου πλουτισμού των πολιτικών, τόσο η κυβερνητική παράταξη της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης όσο και τα κόμματα της Αντιπολίτευσης τόνιζαν με εντυπωσιακές προεκλογικές πομφόλυγες για την αναγκαιότητα καθιέρωσης του «πόθεν έσχες» εξαιτίας των αμέτρητων πολιτικών σκανδάλων κυβερνητικών στελεχών που πάλι είχαν ρυπάνει την Ελληνική κοινωνία. Με αφορμή μάλιστα τις διακηρύξεις τους αυτές ο αρθρογράφος της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (φύλλο της 8ης Νοεμβρίου 1960) στο κύριο άρθρο εξέφραζε την απαισιοδοξία του για την υλοποίησή τους: «Δεν γίνεται τώρα διά πρώτην φοράν λόγος περί της αρχής αυτής. Πλειστάκις κατά την τελευταία τεσσαρακονταετία υπεσχέθησαν την εφαρμογήν της διάφοροι πολιτικοί. Αι υποσχέσεις των όμως ουδέποτε επραγματοποιήθησαν». Ακολούθως υπογράμμιζε την αναγκαιότητα καθιέρωσης της δημοκρατικής αυτής αρχής, η οποία θα εξασφάλιζε τη διαφάνεια στη δημόσια ζωή. Μάλιστα έκανε αναφορά σε ανάλογους θεσμούς που ίσχυαν στην Αρχαία Αθήνα, όπου γινόταν καταγραφή των περιουσιακών στοιχείων των αιρετών και κληρωτών αρχόντων, όταν αναλάμβαναν την εξουσία τους, ώστε να αποτραπεί κάθε διάθεσή τους για παράνομο πλουτισμό. Και ολοκλήρωνε το άρθρο του καθορίζοντας το περιεχόμενο του «πόθεν έσχες»: «Η αρχή του «πόθεν έσχες» πρέπει να αντιμετωπίσει το ζήτημα του αθέμιτου πλουτισμού από την ευρύτερη πλευρά της απιστίας προς το Δημόσιον. Διότι αι περισσότεραι παράνομοι περιουσίαι δεν σχηματίζονται διά κλοπής του δημοσίου χρήματος. Σχηματίζονται διά πλαγίας εκμεταλλεύσεως της εξουσίας, δηλαδή διά προμηθειών, κερδοσκοπικής χρησιμοποιήσεως κρατικών μυστικών, δωροδοκιών και παντοίων άλλων μεθόδων».
Η απαισιοδοξία του αρθρογράφου της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ βγήκε αληθινή. Η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. το 1960 – 1963 δεν καθιέρωσε το νόμο για το «πόθεν έσχες» των πολιτικών λόγω σφοδρών αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν από τους βουλευτές της που διεμαρτύροντο και απειλούσαν με παραιτήσεις κι έτσι η ψήφιση του νόμου φυσικά πήγε στις καλένδες. Στα τέλη Φεβρουαρίου 1964 ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, γνωστός για τις Οβιδιακές πολιτικές του και τις πολιτικές του κυβιστήσεις (κωλοτούμπες) που θα ζήλευε και η Ολυμπιονίκης Κομανέντσι, σε λόγο που απεύθυνε προς τον ελληνικό λαό από το κρατικό ραδιόφωνο, ανήγγειλε την πρόθεση της κυβέρνησής του να καθιερώσει την αρχή του «πόθεν έσχες» ως θεσμό στο δημόσιο βίο της χώρας. Παράλληλα, ανακοίνωσε στους δημοσιογράφους ότι καταρτιζόταν ήδη σχετικό νομοσχέδιο, με το οποίο προβλεπόταν η σύσταση Ανώτατης Δικαστικής Επιτροπής Ελέγχου που θα λειτουργούσε μόνιμα ως ιδιαίτερο τμήμα του Αρείου Πάγου και πως η Δικαστική αυτή Επιτροπή θα προέβαινε σε πλήρη έρευνα των διάφορων καταγγελιών ή κατηγοριών για αθέμιτο πλουτισμό πολιτικών με την εκ του νόμου υποχρέωση να περατώνει τον έλεγχο σε διάστημα ενός χρόνου (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 1ης Μαρτίου 1964).
Τελικά το νομοσχέδιο υποβλήθηκε στη Βουλή για ψήφιση στις αρχές Ιουλίου 1964. Με αυτό καθοριζόταν ότι ήταν υποχρεωτική η υποβολή κατ’ έτος δήλωσης για την περιουσιακή κατάσταση του εκάστοτε πρωθυπουργού, των αρχηγών και των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων των πολιτικών κομμάτων, των υπουργών, των υφυπουργών, των βουλευτών καθώς και των στενών συγγενών των. Οι δηλώσεις θα υποβάλλονταν στη Βουλή το μήνα Απρίλιο και σε αυτές θα αναφέρονταν επακριβώς και λεπτομερώς η ακίνητη περιουσία των πολιτικών προσώπων και των στενών συγγενών τους, οι καταθέσεις τους σε τράπεζες του εσωτερικού και του εξωτερικού, οι μετοχές και τα χρεόγραφα που είχαν στην κατοχή τους καθώς και ο χρόνος κτήσης τους. Επιπλέον, θα περιέχονταν αναλυτικά όλα τα εισοδήματά τους πέραν του υπουργικού μισθού ή της βουλευτικής αποζημίωσης. Με το 5ο άρθρο του νόμου 4351/1964 «περί προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου της χώρας» καθορίζονταν ως ποινικά αδικήματα:
«η αθέμιτος κτήσις περιουσιακού οφέλους», δηλαδή η απόκτηση από μέρους των πολιτικών (κατά τη διάρκεια της άσκησης των καθηκόντων τους) περιουσιακών στοιχείων, των οποίων δεν μπορούσαν να αποδείξουν τη νόμιμη και αδιάβλητη προέλευση,
«η παράλειψις υποβολής δηλώσεως» και
«η υποβολή εν γνώσει ανακριβούς δηλώσεως» (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 13ης Μαρτίου 1965).
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις προβλέπονταν βαριές ποινές, όπως φυλάκιση, δήμευση περιουσιών, έκπτωση από το αξίωμά τους, χρηματικές ποινές, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων κ.ά.. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο νόμο είχε περιληφθεί διάταξη που πρόβλεπε ότι, εφόσον υφίσταντο στοιχεία πως υπήρχαν καταθέσεις σε Τράπεζες του εξωτερικού ή χρεόγραφα ή τιμαλφή κ.λπ. ελεγχόμενου πολιτικού, τα οποία δεν είχαν δηλωθεί στο «πόθεν έσχες», αυτά μετά το θάνατό του δεν τα κληρονομούσαν οι συγγενείς του, αλλά περιέρχονταν στο ελληνικό Δημόσιο (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 12ης Ιουλίου 1964). Ο νόμος αυτός αντικαταστάθηκε από τον υπ’ αριθ. 3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημόσιων λειτουργών, ιδιοκτητών Μ.Μ.Ε. και άλλων κατηγοριών προσώπων». Οι διαφορές του νέου νόμου από τον παλιότερο είναι μικρές. Σήμερα προβλέπεται, όσον αφορά τους πολιτικούς, η υποβολή δήλωσης και από τους ευρωβουλευτές και από όσους διαχειρίζονται τα οικονομικά των κομμάτων και από άλλες κατηγορίες προσώπων εμπλεκόμενων με την πολιτική ( οι γενικοί και οι ειδικοί γραμματείς υπουργείων και της Βουλής, ο γενικός γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου κ. ά.). Έτσι λοιπόν για να βουλώσουν τα στόματα των πολιτών καθιερώθηκε ο θεσμός του «πόθεν έσχες».
Στην εποχή μας οι πολιτικοί βέβαια, ουσιαστικά δεν δηλώνουν το «πόθεν;», αλλά ούτε και το «τι;» έσχον αφού το διαχέουν νομοτύπως και προστύχως σε υπεράκτιες εταιρείες και τράπεζες. Ακόμα ο έλεγχος της ακρίβειας των δηλούμενων περιουσιακών στοιχείων τους έχει μετατραπεί σε μια τυπική διαδικασία. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται από μεμονωμένες περιπτώσεις υπουργών και συνεργατών τους που είτε είναι σήμερα τρόφιμοι του Κορυδαλλού ή παραδέχτηκαν ότι έλαβαν κάποια προεκλογική χορηγία από πολυεθνική εταιρεία ή που το όνομά τους συνδέθηκε με κάποιο οικονομικό σκάνδαλο. Όλοι αυτοί δεν είχαν πρόβλημα να δικαιολογήσουν το «πόθεν έσχες». Το όλο όμως θέμα συνιστά εμπαιγμό του εκλογικού σώματος και περιφρόνηση της νοημοσύνης των πολιτών που λυώνουν στη βιοπάλη με ένα κράτος-βιλαέτι που τους φορολογεί με κεφαλικούς φόρους και χαράτσια. Και με απόλυτη κώφωση οι κυβερνήτες μας που είναι στη πραγματικότητα τοποτηρητές των επικυρίαρχων Τροϊκανών, δεν ακούν τις οιμωγές του δοκιμαζόμενου λαού μας στην υπό πολιτικοοικονομική κατοχή χώρα μας. Και όλοι αυτοί οι πολιτικοί σαλτιμπάγκοι δεν μπορούν να πείσουν για την αναγκαιότητα της δυστυχίας, τους ανέργους, τους άστεγους και τους μισθοσυντήρητους που βλέπουν το εισόδημά τους να εξαερούται ή τους οικονομικά χειμαζόμενους συνταξιούχους που δεν έχουν δυνατότητα ούτε καν να πάρουν τα φάρμακά τους. 'Αλλωστε την ίδια ώρα που οι πολίτες δυστυχούν και αγωνίζονται για την επιβίωσή τους, ακούν ότι οι πολιτικάντηδες θα αγωνιστούν για τη «σωτηρία» τους. Δηλαδή οι πολιτικοί εκείνοι με τα δεκάδες ακίνητα και με τις αστρονομικές τραπεζικές καταθέσεις σε εσωτερικό και εξωτερικό, τη στιγμή ακριβώς που όλοι αυτοί οι πολιτικοί δεν μπορούν όχι μόνο να επιλύσουν τα προβλήματα του λαού, αλλά ούτε καν να τα διαισθανθούν αφού είναι εργασιακά άκαπνοι και δεν είχαν ποτέ... βιβλιάριο ενσήμων!
Μάκης Τουμάσης