Πόσο ιστορικά ειρωνικό είναι το να χρησιμοποιείται η φράση «αλήτες – ρουφιάνοι – δημοσιογράφοι» από έναν δημοσιογράφο και δη από έναν δημοσιογράφο που θεωρείται από τους «μεγάλους» του ενημερωτικού συναφιού. Και πόσο περισσότερη ιστορική ειρωνεία αναφύεται όταν ένας «σπουδαίος» και «καταξιωμένος» δημοσιογράφος από τους «μεγάλους» τολμά και μιλά για … φασισμό, με την κραταιά έννοια της λέξεως, όπως χρησιμοποιείται από τους ίδιους. ...
Προφανώς δεν θα επιχειρήσουμε να αναμετρηθούμε με έναν τέτοιο τύπο στο πεδίο των ιδεών, όχι γιατί μας αρνείται δαιμονολογικά και ιδεοληπτικά κάθε διάλογο, αλλά γιά λόγους «περιεχομένου»: Για να αναμετρηθείς ιδεολογικά ο αντίπαλος πρέπει να έχει ιδεολογία και να γράφει ή να μιλά χρησιμοποιώντας λέξεις με περιεχόμενο, το οποίο οφείλεις ή να αντικρούσεις ή να αποδεχτείς. Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχουν ιδέες, αλλά ρηχή, χιλιοειπωμένη και αφηρημένη κακότεχνη συρραφή συνθημάτων, οπότε δεν μπορούμε παρά να γελάσουμε με το επίπεδο των ανθρώπων που γίνονται δημοσιογράφοι στην Ελλάδα και μάλιστα από τους «μεγάλους». Ας δούμε εν τάχει τι σημαίνει «φασισμός» για κάποιους σαν τον Κούλογλου, ο οποίος υπήρξε για μακρύ χρονικό διάστημα κρατικοδίαιτος, επιχορηγούμενος από το κράτος προκειμένου να το παίζει «επαναστάτης».
«Η λέξη φασίστας είναι μια από τις πιο πολυχρησιμοποιημένες υποτιμητικές πολιτικές εκφράσεις, και συνήθως υποδηλώνει «τον βίαιο», «τον κτηνώδη», «τον καταπιεστικό» ή τον «δικτατορικό». Αν όμως φασισμός δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο απ’ αυτό, τότε τα κομουνιστικά καθεστώτα, για παράδειγμα, θα έπρεπε πιθανόν να ενταχθούν στην κατηγορία των πιο φασιστικών καθεστώτων, αποστερώντας έτσι τη λέξη από κάθε χρήσιμο προσδιορισμό».
Αυτά γράφει ο Στάνλεϊ Πέιν στο βιβλίο του «Η Ιστορία του Φασισμού», σημειωτέον δε ότι ο Πέιν δεν ήταν κάποιος «φασίστας», τουναντίον το έργο του είχε κυνηγηθεί από τον Φράνκο στην Ισπανία. Οπότε «φασισμός», σύμφωνα με την κραταιά άποψη είναι η «καταπίεση» και η «απουσία δημοκρατίας», δηλαδή η «δικτατορία». Ας δούμε, όμως, σε αυτό το σημείο τις προτάσεις που έκανε ο Κούλογλου στην ΕΣΗΕΑ του Τρίμμη («Ιός» της Ελευθεροτυπίας) για την ανάσχεση της Χρυσής Αυγής:
• Διακομματική πρόταση νόμου από τέως δημοσιογράφους και νυν βουλευτές, με τον οποίο να τιμωρείται ποινικά η άρνηση του Ολοκαυτώματος.
• Σαφείς οδηγίες από την ΕΣΗΕΑ για όλα τα παραπάνω, που να ενσωματωθούν σε έναν κώδικα δεοντολογίας.
• Πρωτοβουλίες της ΕΣΗΕΑ στα σχολεία για την παρουσίαση της πραγματικής ιστορίας της χώρας και των θηριωδιών των Ναζί, προσφέροντας για τον σκοπό αυτό και το πρόσφατο ντοκιμαντέρ μου Νεοναζί: Το ολοκαύτωμα της μνήμης.
• Να μην υιοθετούμε την ατζέντα της Χρυσής Αυγής και να ασκούμε κριτική σε όσους το κάνουν ή συμμαχούν μαζί της.
• Να αποφασίσουμε ότι η Χρυσή Αυγή είναι αυτό που είναι. Μια εγκληματική οργάνωση, με την οποία δεν υπάρχει ούτε δυνατότητα ούτε περιθώριο διαλόγου. Άρα, ούτε σε τηλεοπτικά πάνελ πρέπει να καλείται ούτε να παρουσιάζονται συστηματικά οι θέσεις ενός κόμματος που διακηρύσσει ότι θέλει την κατάλυση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Βέβαια το εν λόγω «ντοκιμαντέρ» ο πονηρούλης και επιτυχημένος ο Κούλογλου το προέβαλλε έτσι και αλλιώς σε σχολεία, ασχέτως με την ΕΣΗΕΑ, αλλά με την βοήθεια του ίδιου του …. αστικού κράτους.
Είναι άραγε δημοκρατικό είναι το να μην προβάλλονται οι θέσεις ενός κόμματος που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις αντιπροσωπεύει περί το 15% του Ελληνικού Λαού; Για τους Καθεστωτικούς Λακέδες είναι προφανώς δημοκρατικότατο. Οπότε, ο κάθε χορτάτος Κούλογλου είναι ένας κρατιστής «φασίστας» και συνεπώς, σύμφωνα με την δική του πολιτική λογική θα πρέπει να απομονωθεί και να μην προβάλλονται οι θέσεις του. Αυτό βεβαίως και θα πραγματοποιηθεί, όμως όχι με την βία, όπως θέλει ο Κούλογλου. Απλώς εν τέλει ο Λαός θα καταλάβει το ρόλο και τις σκοπιμότητες της συνομοταξίας του και θα τους αποδώσει το σύνθημα που ο ίδιος καταχρηστικά χρησιμοποίησε.