Στις αρχές του 1903 εμφανίστηκαν οι ενδείξεις για την έκρηξη της επικείμενης βουλγαρικής εξέγερσης στη Μακεδονία καθώς συνεχίζονταν οι προετοιμασίες της με πυρετώδη ρυθμό. Η εξέγερση του Προφήτη Ηλία ήταν η «επανάσταση» που οργανώθηκε και υλοποιήθηκε από την βουλγαρική Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση τον Αύγουστο 1903 ενάντια στην ...
Οθωμανική Αυτοκρατορία . Ονομάστηκε έτσι από την ημέρα που ξεκίνησε, την ημέρα του Προφήτη Ηλία, στις 20 Ιουλίου (3 Αυγούστου σύμφωνα με το γρηγοριανό ημερολόγιο), στο βιλαέτι του Μοναστηρίου.
Αμφίβολο παρέμενε ωστόσο το μέγεθος του «επαναστατικού κινήματος» καθόσον ήταν άγνωστο, αν θα κατόρθωναν τελικά τα βουλγαρικά ένοπλα σώματα να εξαναγκάσουν το μεγαλύτερο ποσοστό του χριστιανικού πληθυσμού να πάρει τα όπλα και να πολεμήσει κατά των Τούρκων.
Οι στόχοι του «κινήματος» ήταν:
- Να συμμετάσχουν σ’ αυτό κυρίως σλαβόφωνοι σχισματικοί (εξαρχικοί) αγρότες καθοδηγούμενοι από τους κομιτατζήδες.
- Να εξαναγκασθούν και άλλοι πατριαρχικοί Έλληνες και μη εξαρχικοί σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι και αλβανόφωνοι να συμμετέχουν εξαναγκασμένοι από τα κομιτάτα ακόμη και υπό την απειλή του θανάτου.
- Οι αντάρτες (κομιτατζήδες) να χτυπήσουν βίαια τόσο τον άμαχο μουσουλμανικό πληθυσμό όσο και τους πατριαρχικούς με αποτέλεσμα τα αιματηρά αντίποινα του οθωμανικού στρατού τα οποία ήταν αναμενόμενα και μάλιστα επιδιωκόμενα, ώστε να προκαλέσουν την ανάμιξη των μεγάλων δυνάμεων της εποχής για την επιβολή μεταρρυθμίσεων. Όσο μεγαλύτερη θα ήταν η αντίδραση των Τούρκων τόσο μεγαλύτερα τμήματα του ντόπιου πληθυσμού εκτιμούσαν ότι θα προσεταιριζόταν.
Η διοίκηση της οργάνωσης έχοντας βουλγαρικό εθνικό φρόνημα, πίστευε ότι ούτε η Σερβία ούτε η Ελλάδα θα μπορούσαν να προσαρτήσουν το σύνολο της Μακεδονίας, σε αντίθεση την Βουλγαρία, που είχε δημιουργήσει αντάρτικες ομάδες και αποστολές παραστρατιωτικών αρκετά παλαιότερα και πίστευε ότι σε κάθε περίπτωση θα είχε το πλεονέκτημα. Οι Τούρκοι απάντησαν με δριμύτητα, αφού είχε προηγηθεί και σειρά βουλγαρικών βομβισμών στη Θεσσαλονίκη. Ο τουρκικός στρατός χτύπησε βίαια το «κίνημα» διαλύοντάς το αμέσως εν τη γέννεση του. Καταστροφές, θάνατοι και συλλήψεις του Ελληνικού στοιχείου, που βρέθηκε μεταξύ δύο πυρών.
Τα βίαια γεγονότα του 1903 άλλαξαν άρδην το σκηνικό και δεν άφηναν πλέον καμιά αμφιβολία για τις επιδιώξεις των Βουλγάρων τόσο στο ελεύθερο Ελληνικό κράτος όσο και στους υπόδουλους ακόμη ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας. Η είδηση για την εξέγερση του Ίλιντεν, επίκεντρο της οποίας ήταν το βιλαέτι του Μοναστηρίου και τα θύματα Έλληνες και Βλάχοι, ούτε εξέπληξε την ελληνική κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη ούτε προκάλεσε πανικό στην Αθήνα. Η ελληνική κυβέρνηση απέστειλε τηλεγραφικές εγκυκλίους στα ελληνικά προξενεία της Μακεδονίας με τις οποίες προέτρεψε το ελληνικό στοιχείο να παραμείνει ήσυχο και να έχει την πεποίθηση ότι η τουρκική κυβέρνηση θα καταπνίξει το κίνημα . Στον ελληνικό τύπο η εξέγερση παρουσιάστηκε ως κίνημα ληστανταρτών, αλλά και ως κίνημα Βουλγάρων πατριωτών που αποσκοπούσε στην πραγμάτωση του ονείρου της Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου, ενώ η ανακατάληψη του Κρουσόβου από τον τουρκικό στρατό εκτιμήθηκε ως η απαρχή της καταστολής της εξέγερσης. Η Ελλάδα ζήτησε τόσο από την Υψηλή Πύλη όσο και από τις Μεγάλες Δυνάμεις την προστασία του ελληνισμού, ενώ η ελληνική αστυνομία διατάχτηκε να παρακολουθεί αυστηρά τις κινήσεις των Βουλγάρων στην Αθήνα και τη Θεσσαλία. Για προληπτικούς λόγους μερικοί Βούλγαροι φυλακίστηκαν προσωρινά. Κατά την ανάκριση αποδείχτηκε ότι ήταν μέλη βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων που απέστελλαν πολεμοφόδια και περίστροφα στη Μακεδονία.