Ο οπλίτης στην αρχαιότητα, ο στρατιώτης δηλαδή του πεζικού με βαρύ οπλισμό που πολεμούσε σε σχηματισμό φάλαγγας, ήταν ο κατεξοχήν πολεμιστής της κλασικής Ελλάδας. Ήταν βαριά οπλισμένος με δόρυ, θώρακα και μεγάλη ασπίδα. Το όνομα οπλίτης (ὁπλίτης) προέρχεται από την ονομασία της μεγάλης στρογγυλής ασπίδας (ὅπλον). Για την προστασία του σώματος, αρχικά, οι οπλίτες φορούσαν κωδωνόσχημο θώρακα, ο οποίος λόγω της μονοκόμματης κατασκευής του, ...
περιόριζε σημαντικά την ευκινησία του οπλίτη. Για αυτό, υιοθετήθηκε ο λινοθώρακας, ο οποίος προσέφερε μεγάλη ευκινησία και ποικιλία κινήσεων (απαραίτητη για την εκτέλεση του ωθισμού), καθώς και υψηλά επίπεδα προστασίας. Ο κωδωνόσχημος θώρακας, ήταν μπρούτζινος, ενώ ο λινοθώρακας έφερε ορειχάλκινες φολίδες. Για να προστατεύσουν τα πόδια από τα γόναταέως τον αστράγαλο, χρησιμοποιούσαν περικνημίδες από ορείχαλκο. Οι ασπίδες των οπλιτών ήταν μεγάλες ( 1 μέτρο διάμετρος), κατασκευασμένες από ξύλο, φέροντας όμως μεγάλη ορειχάλκινη επένδυση. Τα πολεμικά όπλα τους ήταν ένα μακρύ δόρυ 2-3 μέτρα σε ύψος και ένα κοντό ( 40-50 εκ.) σιδερένιο ξίφος.Πολλές φορές, διέθεταν και εφεδρικά ξίφη.
Αντί να αγωνίζονται οι στρατιώτες σώμα με σώμα,όπως γινόταν τα παλαιότερα χρόνια, οι οπλίτες αγωνίζονταν σε σχηματισμό φάλαγγας. Αυτό σήμαινε πολεμιστές παρατεταγμένους κατά μέτωπο σε διάφορες σειρές, οπλισμένους με ακόντια και ασπίδες. Παραταγμένοι έτσι οι στρατιώτες, αποτελούν ανυπέρβλητο φραγμό για τις εχθρικές επιθέσεις. Η φάλαγγα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να διασπάσει την εχθρική παράταξη. Οι στρατιώτες της φάλαγγας ήταν πολύ καλά εκπαιδευμένοι κι είχαν απόλυτη πειθαρχία. Ο κάθε στρατιώτης προστατευόταν από την δική του ασπίδα και από την ασπίδα του στρατιώτη στα δεξιά του. Η ελληνική φάλαγγα περιελάμβανε πλήθος οπλιτών. Είχε βάθος 8 ή 12 ζυγών (ήταν το ισχυρότερο, αλλά και το πιο βραδυκίνητο τμήμα κάθε στρατού). Αξιολογότερες φάλαγγες ήταν η Σπαρτιατική, η Θηβαϊκή και η Μακεδονική.