Τον Μάρτιο του 1822 η Χίος επαναστατεί, προκαλώντας την μήνη του Σουλτάνου. Το Σάββατο 11 Μαρτίου οι Έλληνες, αναγκάζουν τον Βαχήτ Πασά και τους Τούρκους του να κλειστούν στο κάστρο του, με την πολιορκία να μαίνεται επί μέρες, αφού οι Έλληνες κανονιοβολούν το κάστρο. ...
Στις 30 Μαρτίου του 1822 φτάνει στο νησί ο τουρκικός στόλος με ναύαρχο τον Καρά Αλή, αποτελούμενος από 46 πλοία και 7000 στρατιώτες. Λίγη ώρα μετά ενώνονται με τον Βαχήτ Πασά και τον στρατό του, ο οποίος εξέρχεται από το κάστρο. Οι ηγέτες των Ελλήνων αποχωρούν ατάκτως, λέγοντας το σύνθημα «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Ακολουθεί η ιστορία της σφαγής από την ιστοσελίδα της Ιστορίας της Χίου:
«Τη Μεγάλη Παρασκευή, 31 Μαρτίου 1822, καίγεται ο ναός της Τουρλωτής και δίνεται το σύνθημα στους Τούρκους για γενική αιματοχυσία και αποτέφρωση της πόλης. Από εκείνη τη μέρα και για 4 μήνες φτάνουν Τούρκοι κατάδικοι από τις απέναντι Τουρκικές ακτές με σκοπό το φόνο, τη λεηλασία και τα λάφυρα. Υπολογίζεται ότι κατέφθασαν 40.000 Τούρκοι άτακτοι αυτήν την περίοδο. Ταυτόχρονα ο Βαχήτ Πασάς αναγγέλλει τη διαταγή του σουλτάνου να θανατώνονται βρέφη έως 3 ετών , αγόρια και άνδρες άνω των 12 ετών , γυναίκες άνω των 40 ετών , να αιχμαλωτίζονται κορίτσια και γυναίκες από 3 έως 40 ετών και αγόρια από 3 έως 12 ετών. Γλίτωναν μόνο όσοι ασπάζονταν το μωαμεθανισμό.
Οι περισσότεροι Χιώτες άρχισαν να μετακινούνται προς το εσωτερικό του νησιού για να σωθούν από το μένος των Τούρκων. Τα καταφύγιά τους ήταν αρχικά οι Καρυές, το Αίπος, η Νέα Μονή, το μοναστήρι του Αγίου Μηνά και ο Άγιος Γεώργιος ο Συκούσης.
Το Μεγάλο Σάββατο, 1η Απριλίου 1822 καίγεται η Σχολή της Χίου, σφαγιάζονται σχεδόν όλοι, ακόμα και οι λεπροί. Ο Βαχήτ Πασάς είχε εκδώσει διαταγή ότι όσες γλώσσες και αυτιά του πήγαιναν, τόσα περισσότερα κέρδη θα είχαν.
Στις 2 Απριλίου 1822(Πάσχα) μπαίνουν οι Τούρκοι(15000 άνδρες) στο μοναστήρι του Αγίου Μηνά από ένα μικρό άνοιγμα που υπήρχε στον περίβολο και σφαγιάζουν τους 3000 Χιώτες που είχαν κρυφτεί. Στη συνέχεια πυρπολούν το μοναστήρι. Την ίδια μέρα το ίδιο γεγονός γίνεται και στη Νέα Μονή. Η κατάσταση γενικεύεται και σε άλλα χωριά της Χίου. Οι Σαμιώτες εγκατέλειψαν τη Χίο και έπλευσαν προς τα Ψαρά.
Την Τετάρτη 5 Απριλίου του 1822 βγάζει ανακοίνωση ο Καρά Αλής , πως όσοι Χιώτες παραδώσουν τα όπλα τους και επιστρέψουν στην πόλη , θα αφεθούν ελεύθεροι(αμνηστία). Μάλιστα εξασφάλισαν οι Τούρκοι και επιστολή του φυλακισμένου Μητροπολίτη και των Δημογερόντων , η οποία ανέφερε τις ειλικρινές προθέσεις των Τούρκων. Οι πρόξενοι της Αγγλίας , της Αυστρίας και της Γαλλίας ανέλαβαν να μεταφέρουν την πρόταση στους Χιώτες και να τους πείσουν. Οι Χιώτες εμπιστεύθηκαν τους πρόξενους και άρχισαν να επιστρέφουν και να παραδίδουν τα όπλα τους. Βέβαια, όπως ήταν αναμενόμενο, οι Τούρκοι αθέτησαν το λόγο τους και άρχισαν να σφάζουν όσους κατέβαιναν στην πόλη. Η μεγάλη σφαγή συνεχίστηκε και στην κεντρική Χίο(Βροντάδο , Πιτυός, Θυμιανά και μετά Βορειόχωρα). Στο ακρωτήρι του Κάβο Μελανιός, απέναντι από τα Ψαρά βρήκαν καταφύγιο περίπου 10.000 Χιώτες και περίμεναν τα ψαριανά πλοία να τους μεταφέρουν στα Ψαρά. Δυστυχώς όμως η μεγάλη θαλασσοταραχή τους στάθηκε εμπόδιο και σφαγιάσθηκαν σχεδόν όλοι από τους Τούρκους με απερίγραπτη λύσσα. Ήταν τόσο πολύ το αίμα των αθώων, που η θάλασσα «μελάνιασε» γύρω από τον κάβο και την παραλία.»
Η σφαγή της Χίου συγκλόνισε όλο τον τότε δυτικό κόσμο, αποδεικνύοντας την βαρβαρότητα των Τούρκων. Από τους κατοίκους της Χίου ελάχιστοι γλίτωσαν αφού ο απολογισμός της βαρβαρότητας ήταν περίπου σαράντα χιλιάδες νεκροί, περίπου πενήντα χιλιάδες αιχμάλωτοι που πουλήθηκαν στο δουλεμπόριο από τους Εβραίους που είχαν έρθει στην περιοχή για να πλιατσικολογήσουν και να στήσουν το δουλεμπόριο και οι οποίοι προθυμοποιήθηκαν να πετάξουν τα πτώματα στην θάλασσα και να ασχημονήσουν σε αυτά, όπως περιγράφει ο αγωνιστής του 1821, γραμματεύς του Κανάρη και μετέπειτα βουλευτής Σύρου Ανδρέας Μάμουκας και περιλαμβάνεται στο «Χιακόν Αρχείον» που επιμελήθει ο Ι. Βλαχογιάννης, από το οποίο παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:
«Τών Εβραίων των πρό χρόνων ευρισκομένων επάνω εις τήν Χίον η μανία ήτον απερίγραπτος. Η επιθυμία ήν είχον άκούοντες και βλέποντες τάς καθ' ήμέραν σφαγάς των Χριστιανών ήτον αχόρταστος, και ηύχοντο να μην ήθελε διασωθή κανείς, όταν έβλεπον μερικούς Χριστιανούς βαλμένους εις την σκοτεινήν φυλακήν, από την οποίαν ήλπίζετο να γλυτώσουν η κατά των ενεχύρων της χώρας οργή των ούτε διά στόματος είνε δυνατόν να έκφρασθή, ούτε διά γράμματος να έξηγηθή, και μάλιστα κατά του Ίερού Μητροπολίτου ηύχοντο να τοις παραδοθή από την διοίκησιν ζωντανός, διά να τον μεταχειρισθούν καθώς ήθελον εκείνοι, ως ουχί μίαν η δύο φοραίς, αλλά καθ' ήμέραν τους άκουα να λέγουν. Η φαντασία σου λοιπόν άς κρίνη με ποίον τρόπον έμεταχειρίσθησαν τα των αθώων εκείνων νεκρά σώματα, όταν τοις έσυγχωρήθη από την διοίκησιν να τα κατεβάσουν από την άγχόνην, άλλα την ιδίαν έκείνην ήμέραν και άλλα την έρχομένην. Ούτ' εγώ ο ίδιος όπου έγινα αυτόπτης να σ' εκφρασθώ κατ'άξίαν {δεν} δύνομαι. Δεν είναι ούτε θαύμα, ούτε υπερβολή, όπως αν το φρόνησης. Διότι εάν τον ίδιον Κύριον της δόξης έσταύρωσαν, πόσον περισσοτέραν σκληρότητα έπρεπε να δείξωσιν εις τους αυτόν σεβόμενους, και μάλιστα εις ανθρώπους ενός έθνους, από το όποιον δεν άπελάμβανον παρ' ύβρεις και ονείδη πάσας τάς ημέρας, ως είναι και μεμισημένον γένος εις όλον τον κόσμον εις ανθρώπους, λέγω, κατά των οποίων πρίν συλληφθή είναι προσεκολλημένον έμφύτως το άσπονδον μίσος του. Κρίνε σύ με ποίαν σκληρότητα έτραβήχθησαν γυμνά διά να ριφθώσιν εις την θάλασαν, άμοιρα της συμπαθέστατης εις την ανθρωπότητα ταφής και των θρησκευτικών εθίμων. Ώς και οι είς τους οποίους έσώζετο όλίγη συμπάθεια Τούρκοι τα έσυμπόνεσαν, διότι οι έκ του κοινού των λαού, είς όσους δεν υπήρχε το της φύσεως συμπαθητικόν, άλλ' η κτηνώδης εκδικητική μανία, άφησαν έπί ημέρας ύστερον κρεμάμενα είς έν των εκεί πλησίον της Καινούριας βρύσεως δένδρων σώματα τινα από τα των ιδίων ενεχύρων, ενώ τα λοιπά είχον συγχωρήσει είς τους καταράτους Εβραίους να τα κατεβάσωσι και τα ρίψωσιν εις την θάλασσαν. Ουδέ ούτω δε κρεμάμενα γυμνά έκαμψαν την σκληρότητα των, επειδή ενώ παραπορεύομενοι έβλασφήμουν την θείαν πίστιν και έσατύριζον τον χριστιανισμόν δεν έλειψαν και νά τα κατακομματιάσουν ώς κρέας έν μακέλλω».
Η σφαγή της Χίου ενέπνευσε τον Ευγένιο Ντελακρουά να ζωγραφίσει τον ομώνυμο πίνακα που είναι στην κορυφή του παρόντος άρθρου και τον Βίκτωρ Ουγκώ να γράψει το ποίημα «Το Ελληνόπουλο», το οποίο δημοσιεύουμε σε μετάφραση του Κωστή Παλαμά:
Το Ελληνόπουλο (1828)
Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τα' όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ' αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ' τα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μεσ' την αφάνταστη φθορά.
Η Χίο, τα' όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ' αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ' τα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μεσ' την αφάνταστη φθορά.
Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τ' ήθελες τάχα να 'χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν' αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;
για να μην κλαις λυπητερά, τ' ήθελες τάχα να 'χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν' αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;
Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξης ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;
για να τα πλέξης ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;
Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ` το Ιράν, που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ' το δεντρί
που μεσ' στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κ' έν' άλογο χρόνια εκατό κι αν πιλαλάει, Δεν σώνει
μεσ' απ' τον ίσκιο του να βγει;
Μήπως το κρίνο απ` το Ιράν, που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ' το δεντρί
που μεσ' στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κ' έν' άλογο χρόνια εκατό κι αν πιλαλάει, Δεν σώνει
μεσ' απ' τον ίσκιο του να βγει;
Μη το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύκτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ' όλα τα αγαθά
τούτα; Πες. Τα` άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
-Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω. Νά.
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ' όλα τα αγαθά
τούτα; Πες. Τα` άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
-Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω. Νά.