Ακόμα να κοπάσει η θύελλα που προκάλεσε στο καθεστώς η συγκέντρωση χιλιάδων Εθνικιστών στο Άγαλμα του Βασιλέα Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Αυτό που τους πείραξε τους απανταχού καθεστωτικούς και «καθώς πρέπει» πολιτικά ορθούς δημοσιογράφους και μη είναι η ...
επαναφορά του συμβόλου του Λεωνίδα και της Αντίστασης στον ξένο εισβολέα. Τους πείραξε πολύ που είδαν χιλιάδες Εθνικιστών να αποτίουν φόρο Τιμής σε αυτούς που πολέμησαν γνωρίζοντας «πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος, κ' οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.», όπως λέει και ο Καβάφης. Έχουν συνηθίσει, βλέπετε, να προβάλλουν άλλα πρότυπα στο μεταπολιτευτικό έκτρωμα που έχουν το θράσος να αποκαλούν Δημοκρατία.
Στήθηκε έτσι μια πρωτόγνωρη επιχείρηση διαστρέβλωσης και απόκρυψης της μεγαλειώδους συγκέντρωσης της Χρυσής Αυγής. Διαβάσαμε πραγματικά πολλά και εξωφρενικά σχετικά με το δρώμενο της συγκεντρώσεως από τον καθεστωτικό Τύπο. Το θράσος έφτασε μέχρι του σημείου να γραφτεί ότι οι Χρυσαυγίτες ήταν μερικοί δεκάδες (!), γεγονός που δείχνει τον πανικό τους.
Όμως ο πανικός δεν είναι καλός σύμβουλος και έτσι φτάνουμε στο σημερινό άρθρο του Μπουκάλα στην «Καθημερινή», του «ερωτύλου» ποιητή - δημοσιογράφου και αρθρογράφου της ζητωμνημονιακής εφημερίδας, ο οποίος κατάφερε να γίνει ρεντίκολο στο πανελλήνιο, στην προσπάθεια του να μιλήσει για την εκδήλωση της Χρυσής Αυγής στις Θερμοπύλες. Εν τέλει το ψυχολογικό προφίλ του συγκεκριμένου άρθρου δείχνει μία κρίση πανικού και άφθονη εμπάθεια και χολή σε σημείο αυτογελοιοποιήσεως. Ο «ποιητής» ξεκινάει βλέποντας μόνο μερικούς εκατοντάδες Χρυσαυγίτες, οι οποίοι όμως αρκούν για να τον κάνουν να χάσει την αίσθηση της ορθογραφίας και του απαραίτητου τονισμού των λέξεων, θίγοντας το κύρος του ως μίας «εμβληματικής» φιγούρας του βόθρου που ονομάζεται «σύγχρονη ελλαδική ποίηση».
Θα μας άρεσε πραγματικά να διαβάσουμε μία ουσιαστική, έστω και χολερική, κριτική στα πεπραγμένα μας, αφού κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε αυτό που οι δήθεν δημοκράτες ονομάζουν «εποικοδομητικό διάλογο». Όμως ο «ποιητής» δεν το καταφέρνει ρίχνοντας το επίπεδο της επιχειρηματολογίας του στην αναγραφή άναρθρων κραυγών του τύπου «αγκού, αγκού!» και σε μια στείρα παράθεση χιλιοειπωμένων και ασυνάρτητων μπουρδολογιών περί «ναζισμού» που πέρα από ανυπόστατες είναι και παντελώς αδιάφορες για τον Έλληνα που κυβερνάται από «Εφιάλτες».
Επειδή, λοιπόν, η κριτική πρέπει να εδράζεται σε επιχειρήματα και όχι σε εμπάθεια γαρνιρισμένη με χολή, συμφέροντα και ασυναρτησίες, εμείς τείνουμε ένα χέρι «φιλίας» στον Μπουκάλα με ένα μπουκάλι ξύδι, που θα τον βοηθήσει να ξεπεράσει τις αγκυλώσεις και τα συμπλέγματα του, ελπίζοντας να επανέλθει ως φορέας κριτικής σκέψης που θα είναι τουλάχιστον ορθογραφημένη.