Ο ραγιαδισμός Μητσοτάκη, εικόνα της μεταπολιτευτικής προσέγγισης στα ελληνοτουρκικά


Ενόψει της επικείμενης επίσκεψής του στην Κωνσταντινούπολη, προσκεκλημένος του ιδρύματος Bab- I Ali, ο πρώην πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης παραχώρησε συνέντευξη στο τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων Anadolu. Σε αυτή την συνέντευξη, αναδεικνύεται σε όλο του το βάθος, το επίπεδο του νεοραγιαδισμού της πολιτικής ηγεσίας η οποία εξουσιάζει την Πατρίδα μας από το 1974 κι εντεύθεν. ...




Ο πρώην πρωθυπουργός ξεδιπλώνει στο τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων το πνεύμα με το οποίο ο ίδιος προσέγγισε και προσεγγίζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Γεμάτος ευγνωμοσύνη για τους Τούρκους φίλους του, περιγράφει πως εγκατέλειψε την Ελλάδα το 1968, διαφεύγοντας στην Τουρκία. «Είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στην Τουρκική πλευρά, στους φίλους Τούρκους. Προετοιμάζοντας την απόδραση μου είχα επικοινωνήσει μέσω του τελευταίου Έλληνα Υπουργού των Εξωτερικών πριν την δικτατορία, Ναυάρχου Τούμπα, με την Άγκυρα και ρώτησα αν θα μπορούσα σε περίπτωση ανάγκης, να φύγω, μέσω Τουρκίας. Έλαβα καταφατική απάντηση. Έτσι, μια νύχτα του Αυγούστου του 1968 διέσχισα το φουρτουνιασμένο Αιγαίο με ένα μικρό σκάφος 10 μέτρων, έφτασα στο Τσεσμέ και έπειτα πέρασα στην Σμύρνη. Τηλεφώνησα στο προσωπικό τηλέφωνο του  ΥΠΕΞ Ισάν Σαμπρί Καγκλαγιανζίλ, τον ειδοποίησα για την άφιξή μου και μέσα σε λίγη ώρα κινητοποιήθηκε ο κρατικός μηχανισμός. Είχα τότε ζητήσει δικαίωμα διόδου και μυστικότητα. Δυστυχώς, από δικό μου λάθος, οι Τούρκοι δημοσιογράφοι με αντελήφθησαν», εξομολογείται ο γηραιός πολιτικάντης. Το εντυπωσιακό της ιστορίας, η ευκολία με την οποία η κοινοβουλευτική ελίτ της χώρας μας αξιώνει προσωπικές εξυπηρετήσεις από τον προαιώνιο εχθρό του Ελληνισμού, ο οποίος όμως, είναι για τον κύριο Μητσοτάκη «φίλος». Σημειώνει πως κάλεσε στο προσωπικό του τηλέφωνο τον Τούρκο ΥΠΕΞ, ο οποίος είχε κάθε λόγο να εξυπηρετήσει τον Έλληνα πολιτικό. Άλλωστε αυτές οι εξυπηρετήσεις δημιουργούν υποχρεώσεις, τις οποίες κάποτε θα έπρεπε ο κύριος Μητσοτάκης να ξεπληρώσει. Το πότε, το πώς και κυρίως τις συνέπειες για την Ελλάδα, είναι στοιχεία τα οποία κρύβονται επιμελώς.
Στην Κωνσταντινούπολη, προστατευόμενος από την αστυνομία, μεταφέρεται σε ξενοδοχείο, όπου και συναντά τον Τούρκο ΥΠΕΞ. «Εκεί συνάντησα τον Ισάν Σαμπρί Καγκλαγιανζίλ με τον οποίο είχαμε μια ουσιαστική και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, συζήτηση. Με έκρυψαν σε ένα ξενοδοχείο στον Βόσπορο και από την μπροστινή πόρτα του αεροπλάνου, αυτή του πληρώματος, με επιβίβασαν στην πτήση για Γενεύη», σημειώνει, ενώ οι Τούρκοι δημοσιογράφοι τονίζουν πως θυμάται τα γεγονότα της θερμής υποδοχής και της φιλοξενίας με συγκίνηση, κάτι για το οποίο εμείς οι Έλληνες Εθνικιστές δε τρέφαμε καμία αμφιβολία. Η όλη περιγραφή όμως, των γεγονότων της φυγής του προς την Τουρκία, πιστοποιεί και κάτι ακόμη: οι κοινοβουλευτικοί ηγέτες της Ελλάδος αισθάνονται και δρουν πρωτίστως για το ατομικό τους συμφέρον, τοποθετώντας σε δεύτερη μοίρα το εθνικό. Απλούστερα ακόμη και δίχως ίχνος υπερβολής, υπηρετούν το πολιτικό σύστημα του κοινοβουλευτισμού και όχι την Πατρίδα.
Μετά την συνάντηση στο Νταβός με τον επίσης φίλο του (υπάρχει Τούρκος που να μην είναι φίλος του;) Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, τον Φεβρουάριο του 1992, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης εξομολογείται πως ήταν έτοιμος να επισκεφτεί την Άγκυρα, προκειμένου να επικυρώσει μια σειρά συμφωνίες συνεργασίας. Συμπληρώνει πως «Αυτή την πολιτική, καταφέραμε τότε στην Ελλάδα να καταστήσουμε εθνική στρατηγική, γιατί ενεκρίθη από όλα τα κόμματα –κυρίως το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου- σε σύσκεψη όλων των πολιτικών αρχηγών, υπό την προεδρία του τότε προέδρου της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Καραμανλή. Στη συμφωνία που πετύχαμε τότε με την αντιπολίτευση στην Ελλάδα προσετέθη ότι στηρίζουμε τον Ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας. Έκτοτε, πέρα από την αποκλιμάκωση της έντασης, η στρατηγική αυτή έχει αποφέρει καρπούς στον τομέα της οικονομικής συνεργασίας και μου προκαλεί ικανοποίηση, πως αποτελεί σήμερα κοινό κτήμα όλων», παρέχοντας όλες τις απαντήσεις σε εκείνους οι οποίοι αναζητούν ακόμη τους εγκεφάλους της νοσηρά επιβαλλόμενης «ελληνοτουρκικής φιλίας». Εξάλλου, όπως δηλώνει και ο πρώην πρωθυπουργός, υπήρχαν για την Ελλάδα οικονομικά οφέλη(μονάχα οικονομικά για συγκεκριμένους ντόπιους κεφαλαιοκράτες, θα συμπληρώναμε εμείς), για τα οποία μάλιστα, νιώθει ικανοποιημένος.
Κατόπιν ο πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδος, εκφράζει την πεποίθηση πως η Τουρκία αποτελεί μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας(κάπως έτσι ξεπληρώνονται οι χάρες της τουρκικής πλευράς και φανταστείτε ότι αυτός ο άνθρωπος διετέλεσε πρωθυπουργός της Πατρίδος μας…) τονίζοντας πως «πιστεύω πως η Ελλάδα και η Τουρκία, όχι μόνο ως σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ αλλά και ως εταίροι στην Ευρωπαϊκή οικογένεια, μπορούν να αποτελέσουν παράδειγμα τον 21ο αιώνα αντίστοιχο με της Γερμανίας και της Γαλλίας τον 20ο». Μοναδικό πρόβλημα σε αυτή την προοπτική, θεωρεί την επίλυση του Κυπριακού, παραγνωρίζοντας την εκτόνωση της τουρκικής επιθετικότητας τα τελευταία χρόνια, με τις γκρίζες ζώνες και τα κοιτάσματα του Αιγαίου, τις τουρκικές διεκδικήσεις στη Θράκη και τις συνεχείς και ακατάπαυστες παραβιάσεις του εθνικού μας εναέριου χώρου. Δεν είναι όμως δυνατό, το προαιώνιο μίσος μεταξύ δυο αντιδιαμετρικά αντίθετων πολιτισμών, να χαλάσει τις φιλίες του κυρίου Μητσοτάκη, μήτε τις μπίζνες των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων στις δυο πλευρές του Αιγαίου…
Ο πολιτικός μαθουσάλας του μεταπολιτευτικού Καθεστώτος, λαμβάνει θέση και στο ζήτημα της ανέγερσης ισλαμικού τεμένους στην Αθήνα. Αφού ψέγει τον κρατικό μηχανισμό της Ελλάδος - για την εικόνα του οποίου συνέβαλε και ο ίδιος τα μέγιστα-, αυθαιρετεί, ισχυριζόμενος πως η μη ανέγερσή του μέχρι τώρα, αν και είναι θέληση της πλειοψηφίας(!), προσκρούει στις αντιδράσεις μιας μειοψηφίας, την οποία χαρακτηρίζει ως «μικρές ομάδες πίεσης»…
Κατόπιν όλων αυτών, δύναται ο καθένας μας να κατανοήσει που οφείλεται η συνεχής υποχωρητικότητα της ελληνικής πλευράς, στα ζητήματα τα οποία αφορούν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Καταδεικνύεται κατά τρόπο ξεκάθαρο, η διαφορά μεταξύ της τουρκικής και της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας. Η πρώτη αγωνίζεται με κάθε τρόπο για τη διασφάλιση των συμφερόντων του τουρκικού λαού, ενώ η δεύτερη, η μεταπολιτευτική πολιτική ελίτ της Ελλάδος, προωθεί τα στενά προσωπικά και οικονομικά της συμφέροντα, αδιαφορώντας πλήρως για τις καταστροφικές συνέπειες αυτής της πρακτικής της, στα εθνικά μας θέματα. Θα πρέπει τέλος να καταστεί σαφές πως το πνεύμα αυτό, το οποίο περιέγραψε κατά τρόπο γλαφυρότατο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, δεν είναι εξαίρεση στην μεταπολιτευτική πολιτική ζωή, αλλά ο κανόνας και έτσι ερμηνεύεται ο σύγχρονος νεοραγιαδισμός ο οποίος διαπερνά όλα τα κομματικά στεγανά. Ιδού λοιπόν άλλος ένας λόγος, για τον οποίο επιβάλλεται ο Ελληνικός Λαός να σφραγίσει δια της πολιτικής του επιλογής, την πολιτική κηδεία της νοοτροπίας Μητσοτάκη και συνάμα ολάκερου του μεταπολιτευτικού συρφετού: Χρυσή Αυγή για να ξεβρωμίσει ο τόπος!
 
Ευάγγελος Καρακώστας